Κάθε μεγάλη οικογένεια έχει και έναν χαρακτήρα με ξεχωριστή προσωπικότητα, κάποιον που κινείται στους δικούς του διαφορετικούς ρυθμούς. Αυτός, στην δική μας περίπτωση, είναι ο θείος Ηλίας. Ο θείος Ηλίας είναι ενενήντα εννιά χρονών και είναι ακόμη ρωμαλέος. Δεν έχω ανακαλύψει ακόμη το μυστικό της μακροζωίας του, και έτσι όταν τρώει ένα μήλο, τρώω ένα και εγώ, επίσης. Ο θείος Ηλίας είναι ο μεγαλύτερος αδερφός της μητέρας μου. Όταν πέθαναν αυτή και η μεγαλύτερη της αδερφή, η Φερενίκη, ο Ηλίας ήταν ο τελευταίος εναπομείναντας, μιας γενιάς που είχε σχεδόν ολοκληρωτικά χαθεί. Και οι τρεις τους γεννήθηκαν στην Πολύτσανη, ένα χωριό της Βόρειας Ηπείρου, σημερινής νότιας Αλβανίας. Το πατρικό τους σπίτι είναι σήμερα το σχολείο του χωριού. Το χωριό τους είναι οκτώ χιλιόμετρα απόσταση από τα σύνορα με την Ελλάδα. Τόσο κοντά, όμως τόσο μακριά…
Ο παππούς μου ο Παναγιώτης έφερε την οικογένειά του από την Πολύτσανη στο σπίτι των προγόνων του στην Πόλη όταν ο Ηλίας ήταν οκτώ χρονών. Ο Παναγιώτης δεν τα πήγαινε καλά με τον θείο μου. Είχε όνειρα για τον γιο του να τον δει καθηγητή. Ο Ηλίας, όμως, ενδιαφερόταν για τα αθλήματα και φιλοδοξούσε να γίνει τερματοφύλακας σε επαγγελματική ομάδα ποδοσφαίρου, όπως και τελικά έγινε.
Ο Ηλίας λατρεύει να λέει ιστορίες και εγώ τρελαίνομαι να τις ακούω, γιατί μου ανοίγει ένα παράθυρο στο παρελθόν, κρατώντας ζωντανές τις μνήμες που σιγά σιγά χάνονται καθώς ξεθωριάζει η μνήμη μας. Ο θείος μου σύρθηκε δυο φορές στον Τούρκο ανακριτή για «προσβολή» του Κεμαλισμού. Την πρώτη φορά ήταν μόνο δεκατέσσερα χρονών. Και στις δύο φορές υπερασπίστηκε μόνος του τον εαυτό του. Κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ηλίας στρατολογήθηκε από τον Τουρκικό στρατό και υπηρέτησε σε ένα τάγμα εργασίας, στα βάθη της Ανατολής, φτιάχνοντας δρόμους. Την μονάδα του την αποτελούσαν Αρμένιοι, Εβραίοι και Έλληνες, όλοι χαρακτηρισμένοι ως αναξιόπιστοι από το Τουρκικό κράτος. Πέρασε την θητεία του δουλεύοντας κοπιαστικά, σκάβοντας χαντάκια και κουβαλώντας χαλίκια, σε εξαιρετικά αφιλόξενο περιβάλλον. Σύμφωνα με τα λεγόμενα της μητέρας μου, γύρισε κοκαλιάρης και κατάμαυρος, αλλά όπως πάντα κεφάτος.
Ο Ηλίας ακολούθησε, με την οικογένειά του, την δική μου στις Ηνωμένες Πολιτείες. Πριν από αυτό, είχε δημιουργήσει μία σπουδαία επιχείρηση ως χονδρέμπορος ζυμαρικών και προσπάθησε να την κρατήσει με κάθε τρόπο, μετά την εξέγερση των ανθελλήνων, τον Σεπτέμβρη του 1955 στην Πόλη. Προβλέποντας το δυσοίωνο μέλλον, πούλησε την επιχείρηση του για πενταροδεκάρες και άφησε πίσω του την Τουρκία. Ο Ηλίας, η γυναίκα του Σοφία και οι δύο νεαροί γιοί του, βρήκαν ένα διαμέρισμα στην 49η δυτική οδό του Μανχάταν. Ήταν ένα διαμέρισμα δίπλα σε σιδηρόδρομο, σε ένα από εκείνα τα παλιά κτίρια που στέγαζε οικογένειες εργατών μεταναστών, για δεκαετίες, και τα οποία είχα μεγαλώσει πια για να τα περιφρονώ. Το να πηγαίνω στο σπίτι του Θείου Ηλία, αποτελούσε πάντα κάτι το ξεχωριστό για μένα. Ίσως να ήταν η μαγειρική της θείας μου της Σοφίας. Ακόμη νιώθω στο ουρανίσκο μου την εξαίσια γεύση της τυρόπιτας, που ήταν η σπεσιαλιτέ της, όπως και τις πατάτες της, τηγανισμένες στο ελαιόλαδο, για τις οποίες πέθαινα. Η κουζίνα της ήταν στην άκρη του κτιρίου και το μεγάλο της παράθυρο έβλεπε στον ακάλυπτο. Από μακριά ξεχώριζε το φως από νέον της ταμπέλας του ξενοδοχείου «Μανχάταν», με το «Μ» τεράστιο και επιβλητικό, μπροστά στο κτίριο. Θυμάμαι να μου άρεσε να το χαζεύω, καθώς αναβόσβηνε, όταν καθόμουν τα ζεστά βράδια δίπλα στην έξοδο κινδύνου. Ακριβώς πίσω από το κτίριο, στεγαζόταν η τοπική ασφάλεια. Αν ήσουν λίγο τυχερός, μπορούσες να παρακολουθήσεις τους αστυνομικούς πως εφάρμοζαν τον νόμο στους κακοποιούς της γειτονιάς. Περιττό να αναφέρω ότι το έγκλημα, εκείνα τα χρόνια, ήταν αμελητέο.
Ο Ηλίας έχει δύο γιους, τον Φώτη και τον Γιώργο. Ο Γιώργος και εγώ ήμασταν κολλητοί σαν ξαδέρφια, περνώντας πολλές ώρες μαζί, μέχρι που πήγαμε με το καλό στο κολλέγιο και χωρίστηκαν οι δρόμοι μας. Ο Γιώργος κατάφερε να γίνει μηχανικός, αποφοιτώντας από το Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης και εγώ κατατάχθηκα στους πεζοναύτες. Ο Ηλίας, όπως οι περισσότεροι Έλληνες, ονειρευόταν να ξανανοίξει την δική του επιχείρηση και να νιώσει την άνεση του ελεύθερου επαγγελματία. Έτσι, μετακόμισε με την οικογένεια του στην περιοχή της Αστόρια των Κουίνς, γνωστή ως «Ελληνική Πόλη», όπου άνοιξε ένα παντοπωλείο.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα αρώματα που αναδύονταν σε εκείνο το μικρό μπακάλικο. Μου έτρεχαν τα σάλια, σαν σκύλος. Τυριά, παστουρμάδες, μπακαλιάροι, λουκάνικα, ελιές, μπαχαρικά-ήταν γεμάτο με όλων των ειδών Ελληνικές λιχουδιές. Ο Ηλίας ήταν ένας χαρισματικός επιχειρηματίας.
Σήμερα, όλοι επικρίνουν το κλείσιμο των μικρών επιχειρήσεων, που προέκυψε με την σύσταση των μεγάλων πολυκαταστημάτων. Ο Ηλίας υπολόγισε εγκαίρως το πώς να συναγωνιστεί το τεράστιο «Α&P» σούπερ μάρκετ που άνοιξε στον απέναντι δρόμο. Αποφάσισε να κτίσει ένα πιστό πελατολόγιο, το οποίο προτιμούσε την αμεσότητα της εξυπηρέτησης. Θυμάμαι μια γυναίκα συγκεκριμένα, που μπήκε στο μαγαζί, με μία μακριά λίστα πραγμάτων που ήθελε να ψωνίσει. Ο Ηλίας άρχισε επιδέξια να κατεβάζει τα πράγματα από τα ράφια, γυρίζοντας σαν σβούρα στο μαγαζί. Αν δεν είχε κάτι από την λίστα, μας έστελνε διακριτικά στο απέναντι «Α&Ρ» να το φέρουμε, καθώς έπιανε φιλική κουβεντούλα με την πελάτισσα, μέχρι να γυρίσουμε. Ο Ηλίας πάντα χρέωνε τους πελάτες του μερικές πεντάρες λιγότερο από το ποσό που θα χρέωναν στο «Α&Ρ». Έτσι έχτιζε μία δυνατή σχέση με τους πελάτες του, που προτιμούσαν να κάνουν τα ψώνια τους στο μικρό ελληνικό μπακάλικο του κυρ Ηλία. Όταν βγήκε στην σύνταξη πούλησε την επιχείρηση, επειδή οι γιοί του ακολούθησαν την δική τους καριέρα και όχι επειδή αποτέλεσε ποτέ απειλή ο ανταγωνισμός του μεγάλου σούπερ μάρκετ, που ήταν απέναντι.
Ο θείος μου μιλούσε συχνά για εκείνα τα μικρά θαύματα που γίνονται στην ζωή μας, όταν δεν τα περιμένουμε και ότι για τον ίδιο, αυτά ήταν αρκετά για να επιβεβαιώνεται η ύπαρξη του Θεού. Ο Θεός τον είχε αγγίξει προσωπικά, δύο φορές στην ζωή του. Όταν ήταν μικρό παιδί είχε πέσει από μια αποβάθρα μέσα σε βαθιά νερά και ενώ δεν ήξερε κολύμπι αγκομαχούσε να μείνει στην επιφάνεια για να αναπνεύσει. Τον είδαν κάποιοι άνθρωποι, όμως κανείς δεν ρίσκαρε να πηδήξει για να τον σώσει, λόγω του ψηλού αναχώματος. Από το πουθενά εμφανίστηκε ένας άνθρωπος, κρατώντας έναν πάσαλο, και φέρνοντας τον προς τον Ηλία για να τον πιάσει, τον τράβηξε έξω από το νερό. Καθώς ο θείος μου προσπαθούσε να συνέλθει ξαπλωμένος και να βρει την αναπνοή του, ο άγνωστος εξαφανίστηκε στην γωνία, χωρίς να τον ξαναδεί κανείς. Πολλά χρόνια αργότερα, ένας νευριασμένος νεαρός μπήκε στο μαγαζί του και τράβηξε το όπλο του, σημαδεύοντας το πρόσωπο του θείου μου. Τον ανάγκασε να κατέβει στο υπόγειο, στην αποθήκη του μαγαζιού, σπρώχνοντας τον στις σκάλες και κλειδώνοντας πίσω του την πόρτα. Ο Ηλίας άρπαξε ότι βρήκε μπροστά του και βγήκε από την πίσω πόρτα του μαγαζιού, πήγε κρυφά πίσω από τον ληστή, που εκείνη την ώρα έβγαινε από το μαγαζί και τον έσπασε στο ξύλο. Σαν χαμένος, με το αίμα να τρέχει μες τα μάτια του, ο ληστής έφυγε τρέχοντας. Μία εβδομάδα μετά, ο Ηλίας έκλεισε το μαγαζί για να παραβρεθεί στην λειτουργία της εκκλησίας. Όσο ήταν στην εκκλησία, ο νεαρός ληστής επέστρεψε για να πάρει την εκδίκηση του. Σύμφωνα με τα λεγόμενα του αστυνομικού, που έπαιρνε αργότερα την κατάθεση του θείου μου, ο κλέφτης βρήκε το μαγαζί του κλειδωμένο και αποφάσισε να πάει σε κάποιο διπλανό, όπου εκεί απείλησε και σκότωσε τον ιδιοκτήτη. Αμέσως μετά συνελήφθη.
Δεν κατάλαβα πως κατάφερε ο Θείος Ηλίας να ζήσει έναν ολόκληρο αιώνα. Συμπεριφερόταν ακόμη όπως όταν ήταν νεαρός στρατιώτης που επέστρεφε από τα βάθη της Ανατολίας. Έκανε μόνο μία παραχώρηση στα γηρατειά: σταμάτησε το τρέξιμο. Από τότε που πέθανε η θεία μου η Σοφία, αφήνοντας τον Ηλία χήρο, μετά από πενήντα δύσκολα χρόνια γάμου, η μόνιμη παρέα του είναι ο Μπάτζι, το παπαγαλάκι του.
Ο Ηλίας ανέπτυξε μία ιδιαίτερη σχέση με το ζωικό βασίλειο, ξεκινώντας με ένα σκύλο, την Μπέλα και ένα γάτο τον Ταρζάν. Κατά περίεργο τρόπο, κατάφερε να εκπαιδεύσει τον Ταρζάν στο να κάνει διάφορα κόλπα με τις προσταγές του. Σαν άνθρωπος που πάντα αγαπούσα τις γάτες και τα σκυλιά, ζήλευα την ικανότητα του να εκπαιδεύει μία γάτα να κάνει ότι της ζητήσεις. Ο Μπάτζι και ο Ηλίας είναι ένα, επίσης υπέροχο δίδυμο. Όταν βλέπεις το πουλί να κάθεται πάνω στα γυαλιά του θείου μου, την ώρα που αυτός διαβάζει την ελληνική του εφημερίδα ή όταν το βλέπεις να τρώει ψίχουλα μέσα από την παλάμη του, δεν μπορείς να μην σκεφτείς ότι όλα είναι αρμονικά σε αυτόν τον κόσμο.
Ο Ηλίας και εγώ περάσαμε πιο πολύ χρόνο μαζί από τότε που πέθανε ο πατέρας μου, μια που υπήρχαν τόσα πολλά ερωτήματα που δεν πρόλαβαν να απαντηθούν. Καθώς παίζαμε τάβλι, μιλούσαμε για την ζωή και τους ανθρώπους που μας ενώνουν, ανοίγοντας, έτσι, ένα ανεκτίμητο παράθυρο στην κοινή μας ιστορία. Πέρσι, ο Ηλίας έπαθε ένα εγκεφαλικό, που τον άφησε παράλυτο στην αριστερή του πλευρά. Σου ράγιζε την καρδιά να τον βλέπεις να πασχίζει, με αξεπέραστο κουράγιο, να επαναφέρει τις κινήσεις του σε φυσιολογικούς, όσο το δυνατόν, ρυθμούς. Το όλο περιστατικό, δεν τον έκανε να χάσει την θετική του ενέργεια, μία ενέργεια που τον βοήθησε να αντιμετωπίσει πολλές προκλήσεις στην μακρά του ζωή. Πέθανε σε ηλικία 99 ετών, αφού έδωσε οδηγίες στους γιούς του να του ετοιμάσουν το καλό του κοστούμι για την κηδεία του.
Çakıcı (İzmir'in Kavakları) Τσακιτζής Tsakitzis ΤATAVLA KEYFI
Comments